Γλωσσάρι
Τίτλος σπουδών που πιστοποιεί ότι ο κάτοχός του διαθέτει αυξημένη εξειδικευμένη γνώση σε συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο. Χορηγείται από Σχολές ή Τμήματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μετά από εκπόνηση πρωτότυπης ερευνητικής εργασίας. Στις Προκηρύξεις ΑΣΕΠ ο διδακτορικός τίτλος σπουδών αποτελεί βαθμολογούμενο κριτήριο για τις κατηγορίες εκπαίδευσης ΠΕ και ΤΕ, εφόσον υπάγεται στο αντίστοιχο επιστημονικό πεδίο που στην οικεία προκήρυξη αναφέρεται ως αποδεκτό, σύμφωνα με την ταξινόμηση του Εθνικού Αρχείου Διδακτορικών Διατριβών. Για πλήρωση θέσεων Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού (ΕΕΠ) αποτελεί απόδειξη επιστημονικής εξειδίκευσης στο γνωστικό αντικείμενο της θέσης. |
Επιστημονική εξειδίκευση στο γνωστικό αντικείμενο της θέσης, όπως αυτό προκύπτει από το περίγραμμα θέσης. Απαιτείται για την κάλυψη θέσεων ειδικού επιστημονικού προσωπικού. Η επιστημονική εξειδίκευση αποδεικνύεται: α) με διδακτορικό δίπλωμα ΑΕΙ πανεπιστημιακού ή τεχνολογικού τομέα της ημεδαπής ή ακαδημαϊκά ισοδύναμο ή ισότιμο της αλλοδαπής ή β) με αυτοτελή μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών (όχι Ενιαίος και αδιάσπαστος τίτλος σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου - integrated master) διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους ΑΕΙ πανεπιστημιακού ή τεχνολογικού τομέα της ημεδαπής ή ακαδημαϊκά ισότιμο ή ισοδύναμο της αλλοδαπής και εργασιακή εμπειρία στο γνωστικό αντικείμενο της θέσης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών μετά την απόκτηση του μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών. |